μελάσα — η (λ. ιταλ.), πηχτό σιρόπι με σκούρο χρώμα που απομένει κατά την παρασκευή της ζάχαρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα … Dictionary of Greek
βάριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ba. Ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην υποομάδα των γεωαλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 56, ατομικό βάρος 137,36 και 7 ισότοπα. Στην κατάσταση καθαρού μετάλλου έχει το χρώμα του αργύρου,… … Dictionary of Greek
γλαύκινος — Ορυκτό, ισόμορφο του βαρύτη, που κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα. Χημικά είναι θειικό στρόντιο (SrSO4). Οι κρύσταλλοί του έχουν στηλοειδή, πρισματική ή τραπεζοειδή μορφή. Κυκλοφορεί σε διάλυση μέσα σε ρωγμές πετρωμάτων, τις οποίες γεμίζει,… … Dictionary of Greek
ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… … Dictionary of Greek
λευκίνη — Αλειφατικό αμινοξύ με χημικό τύπο (CH3)2CHCH2CH(NH2)COOH, το οποίο αποτελεί ανώτερο ομόλογο της γλυκόκολας. Αποτελείται από άχρωμους κρυστάλλους, έχει σημείο τήξης 293 295°C, είναι ελάχιστα διαλυτή στο κρύο νερό και έχει μοριακό βάρος 131,8.… … Dictionary of Greek
ακετοβουτυλική ζύμωση — Αναερόβια ζύμωση που προκαλείται από το ευκίνητο βακτηρίδιο clostridium acetobutylicum, με αποτέλεσμα την παραγωγή βουτυλικής αλκοόλης, ακετόνης, οξικού και βουτυρικού οξέος, διοξειδίου του άνθρακα και υδρογόνου. Η α.ζ. υπήρξε ο μοναδικός τρόπος… … Dictionary of Greek
Αντίγκουα και Μπαρμπούντα — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική. Υπάγεται στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Υπήνεμων Νήσων (Leeward Islands), στο ανατολικό άκρο της Καραϊβικής θάλασσας.Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.… … Dictionary of Greek
Λάτσης, Γιάννης — (Κατάκωλο Ηλείας 1910 – 2003). Εφοπλιστής και επιχειρηματίας. Σπούδασε στη σχολή πλοιάρχων του Εμπορικού Ναυτικού στον Πύργο. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του σε ένα εμπορικό φορτηγό που μετέφερε σταφίδα στην Ιταλία, φτάνοντας έως τον βαθμό του… … Dictionary of Greek
Μπαρμπάντος — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας. Βρίσκεται Δ του Αγίου Βικέντιου και ΒΔ της Βενεζουέλας. Βρέχεται Δ από την Καραϊβική θάλασσα και Α από τον βόρειο Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. ανέκτησε την πολιτειακή του οντότητα μετά τη διάσπαση της… … Dictionary of Greek