μελάσα

μελάσα
Υπόλειμμα της βιομηχανίας παρασκευής ζάχαρης. Περιέχει περίπου 40-50% ζάχαρη και άλλες ουσίες, διαφορετικής φύσης. Το αρχικό υγρό εκχύλισμα συμπυκνώνεται διαδοχικά και βαθμιαία σε κενό αέρος και με κατάλληλο τρόπο, μέσω του οποίου το προϊόν (η ζάχαρη) παραμένει αναλλοίωτο και ένα μέρος του αποχωρίζεται από τη μ. με τη μορφή κρυστάλλων. Με νέα συμπύκνωση επιτυγχάνεται νέος αποχωρισμός ζάχαρης και η διαδικασία επαναλαμβάνεται μέχρις ότου οι ξένες ουσίες αποτελούν μία ποσότητα που αναγκάζει τη μ. να καραμελοποιηθεί σε μια νέα συμπύκνωση. Το υλικό που προκύπτει χρησιμοποιείται στην κατασκευή υφαντικών ινών, χαρτιών πολυτελείας, φωτογραφικών φιλμ, αιθυλικής αλκοόλης και ως ζωοτροφή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μελάσα — η (λ. ιταλ.), πηχτό σιρόπι με σκούρο χρώμα που απομένει κατά την παρασκευή της ζάχαρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα …   Dictionary of Greek

  • βάριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ba. Ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην υποομάδα των γεωαλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 56, ατομικό βάρος 137,36 και 7 ισότοπα. Στην κατάσταση καθαρού μετάλλου έχει το χρώμα του αργύρου,… …   Dictionary of Greek

  • γλαύκινος — Ορυκτό, ισόμορφο του βαρύτη, που κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα. Χημικά είναι θειικό στρόντιο (SrSO4). Οι κρύσταλλοί του έχουν στηλοειδή, πρισματική ή τραπεζοειδή μορφή. Κυκλοφορεί σε διάλυση μέσα σε ρωγμές πετρωμάτων, τις οποίες γεμίζει,… …   Dictionary of Greek

  • ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… …   Dictionary of Greek

  • λευκίνη — Αλειφατικό αμινοξύ με χημικό τύπο (CH3)2CHCH2CH(NH2)COOH, το οποίο αποτελεί ανώτερο ομόλογο της γλυκόκολας. Αποτελείται από άχρωμους κρυστάλλους, έχει σημείο τήξης 293 295°C, είναι ελάχιστα διαλυτή στο κρύο νερό και έχει μοριακό βάρος 131,8.… …   Dictionary of Greek

  • ακετοβουτυλική ζύμωση — Αναερόβια ζύμωση που προκαλείται από το ευκίνητο βακτηρίδιο clostridium acetobutylicum, με αποτέλεσμα την παραγωγή βουτυλικής αλκοόλης, ακετόνης, οξικού και βουτυρικού οξέος, διοξειδίου του άνθρακα και υδρογόνου. Η α.ζ. υπήρξε ο μοναδικός τρόπος… …   Dictionary of Greek

  • Αντίγκουα και Μπαρμπούντα — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική. Υπάγεται στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Υπήνεμων Νήσων (Leeward Islands), στο ανατολικό άκρο της Καραϊβικής θάλασσας.Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.… …   Dictionary of Greek

  • Λάτσης, Γιάννης — (Κατάκωλο Ηλείας 1910 – 2003). Εφοπλιστής και επιχειρηματίας. Σπούδασε στη σχολή πλοιάρχων του Εμπορικού Ναυτικού στον Πύργο. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του σε ένα εμπορικό φορτηγό που μετέφερε σταφίδα στην Ιταλία, φτάνοντας έως τον βαθμό του… …   Dictionary of Greek

  • Μπαρμπάντος — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας. Βρίσκεται Δ του Αγίου Βικέντιου και ΒΔ της Βενεζουέλας. Βρέχεται Δ από την Καραϊβική θάλασσα και Α από τον βόρειο Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. ανέκτησε την πολιτειακή του οντότητα μετά τη διάσπαση της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”